- χάσμημα
- χάσμημα, το και χασμούρημα, το, -ατοςη ενέργεια και το αποτέλεσμα του χασμουριέμαι, βαθιά εισπνοή με το στόμα ανοιχτό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χάσμημα — a wide yawn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάσμημα — το, ΝΑ [χασμῶμαι] νεοελλ. φυσιολ. νευροφυτικό αντανακλαστικό που εκδηλώνεται με ευρεία διάνοιξη τού στόματος και βαθιά, παρατεταμένη και συχνά θορυβώδη εισπνοή και το οποίο αποτελεί σημείο κόπωσης, νύστας, πείνας, ανίας ή και υποβολής αρχ. το… … Dictionary of Greek
χασμήματος — χάσμημα a wide yawn neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαίρω — (I) Α (μόνο στον παρακμ. σέσηρα με σημ. ενεστ.) 1. τραβώ τα χείλη μου προς τα πίσω και δείχνω τα δόντια μου όπως ο σκύλος 2. γελώ δείχνοντας τα δόντια μου 3. διαστέλλω τα χείλη μου 4. (για πληγή ή έλκος) χάσκω («ἔλκος σεσηρὸς καὶ ἐκπεπλιγμένον»,… … Dictionary of Greek
χασμουρητό — το, Ν 1. χάσμημα 2. (με περιλπτ. σημ.) αλλεπάλληλα χασμήματα («τί χασμουρητό είναι αυτό που μέ έπιασε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χασμουριέμαι + κατάλ. ητό (πρβλ. κυνηγ ητό)] … Dictionary of Greek
χασμούρημα — το, ατος βλ. χάσμημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)